πῆριξ
Look at other dictionaries:
πήριξ — Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. πέρδικα … Dictionary of Greek
πέρδικα — I Όνομα διάφορων πουλιών των γενών πέρδικα (perdix) και αλεκτορίδα (alectoris), της οικογένειας των Φασιανιδών. Τα δύο γένη διαφέρουν μεταξύ τους στην ουρά (του πρώτου έχει περισσότερα φτερά), στο χρωματισμό και σε μικρολεπτομέρειες. Εκτός από… … Dictionary of Greek
πέρδιξ — και κρητ. τ. πήριξ, ικος, ὁ, ἡ, Α βλ. πέρδικα … Dictionary of Greek
πήραξον — Α (κατά τον Ησύχ.) «αφόδευσον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παράγεται από το ρ. πέρδομαι μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πέρδαξον (< *περδάζω) με αντικατάσταση τού ερδ με ηρ , που απαντά σε κρητικούς τύπους (πρβλ. πέρδιξ: πῆριξ)] … Dictionary of Greek